πολυβούτης

πολυβούτης
-ου, ὁ, και επικ. τ. πουλυβοώτης, Α
πολύβους*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + βούτης «βουκόλος, βοηλάτης» (< βοῦς), πρβλ. α-βούτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυβούτης — rich in oxen masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβοῦται — πολυβούτης rich in oxen masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβούτας — πολυβούτᾱς , πολυβούτης rich in oxen masc acc pl πολυβούτᾱς , πολυβούτης rich in oxen masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • πουλυβοώτης — ου, ὁ, Α (επικ. τ.) βλ. πολυβούτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”